- χαίτη
- η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. χαίτα Α1. μακριές τρίχες που κρέμονται από τον αυχένα τού αλόγου, τού λιονταριού και άλλων ζώων (α. «άλογο με κουρεμένη χαίτη» β. «ὅσα χαίτην ἔχει, ὥσπερ λέων», Αριστοτ.)2. μακριά λυμένα μαλλιά που πέφτουν στους ώμουςαρχ.1. (για δένδρο) η κόμη, το φύλλωμα2. αλογοουρά, κόσμημα περικεφαλαίας3. φρ. «ὀξυβελεῖς χαῖται» — τα αγκάθια τού σκατζόχοιρου (Εμπ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. χαίτη ανάγεται στον ΙΕ τ. *ghait-ā «κυματιστή κόμη» και συνδέεται με τα αβεστ. gaēsa- «κατσαρά μαλλιά», gaēsu- «κατσαρομάλλης», μέσ. ιρλδ. gaīset «μαλλιά», περσ. gēs «μπούκλα», τα οποία όμως ανάγονται σε μια μορφή *ghait-(e)s τής ρίζας].
Dictionary of Greek. 2013.